Αποστολή Α - 4o Μέρος

«Χαρωπά τραγούδια, ανθίσαν τα λουλούδια, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω! Του βασιλιά η κόρη…».

«Σάφαϊρ!» φώναξε ο Στιλ.

«…ντύνεται σαν αγόρι, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω!».

Η γυναίκα στάθηκε ακίνητη με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα και το πρόσωπο ανέκφραστα παγωμένο, καθώς οι κόρες των ματιών της άστραφταν και άλλαζαν χρώμα καταλήγοντας στο πιο λαμπερό τυρκουάζ. Ακούστηκε ένας μεταλλικός θόρυβος• το χερούλι της πόρτας άρχισε να γυρίζει μόνο του.

«Καμπάνες που χτυπούνε, παιδιά που τραγουδούνε…».

Το χερούλι έφτασε στο τέρμα του με ένα δυνατό ‘κλικ’. «Τώρα!» είπε η Σάφαϊρ.

«…αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω. Σπουργίτι σε κλαδάκι, κοιτάει για ψιχουλάκι, αψιού, αψιού…».

Ο Στιλ έπεσε επάνω στην πόρτα και την άνοιξε με δύναμη. Ένας δυνατός άνεμος βγήκε από τη σοφίτα και τους χτύπησε όλους καταπρόσωπο• αχνά είδαν την Έλεν επάνω στο κρεβάτι να πετάγεται με έκπληξη και να τους κοιτάζει, τη στιγμή ακριβώς που ο νότιος τοίχος τραβιόταν πέρα μακριά, στα βάθη του απείρου. Ο Στιλ όρμησε κόντρα στο ρεύμα του αέρα και γράπωσε το κορίτσι. «Κράτα την!» φώναξε στον Ρομπ που ακολουθούσε πίσω του και την έσυρε μέσα στα προστατευτικά μπράτσα του αδερφού της. Στα χέρια της έσφιγγε ακόμα το αρκουδάκι• με μία γρήγορη κίνηση, ο Στιλ της το άρπαξε.

«Χτυπούνε που καμπάνες», ακούστηκε από την πόρτα η φωνή της Σάφαϊρ, «τραγουδούνε που παιδιά, αψιού, αψιού, χάμω όλοι πέφτουμε και».

Ο Στιλ τέντωσε το χέρι του με το αρκουδάκι προς τον αχανή διάδρομο που στα βάθη του διακρινόταν, μικροσκοπικός και απίστευτα μακρινός, ο νότιος τοίχος της σοφίτας. «Μπέκα!» φώναξε η Έλεν και ξέφυγε από την αγκαλιά του αδερφού της. Ρίχτηκε επάνω στον άντρα να του πάρει το αρκουδάκι, όμως ο Στιλ την έσπρωξε απότομα.

«Σου είπα, κράτα την!». Ο Ρομπ την έπιασε σφιχτά αυτή τη φορά, καθώς παρακολουθούσαν και οι δύο το αρκουδάκι να τινάζεται προς τον αχανή διάδρομο και να εξαφανίζεται στα βάθη του.

Τότε ήταν που ο Ρομπ άκουσε μία καινούργια γυναικεία φωνή πίσω από το χαλασμό του ανέμου και από το μονότονο μουρμουρητό της Σάφαϊρ. Μισοκλείνοντας τα μάτια για να προφυλαχτεί από τις ριπές του ανέμου, έψαξε μέσ’ στο δωμάτιο να τη βρει και το βλέμμα του καρφώθηκε στην κουνιστή πολυθρόνα. Με τα μάτια του θολωμένα είδε εκεί επάνω μία γυναικεία μορφή να λικνίζεται απαλά μπρος-πίσω. Μπορούσε να διακρίνει τα γνωστά μακριά μαλλιά, τη γνωστή μάλλινη μπλούζα και τη γνωστή βαμβακερή φούστα. Ήταν σίγουρα η μητέρα του… Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο και διάβαζε: «Αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω. Χαρωπά τραγούδια, ανθίσαν τα λουλούδια, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω».

Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα που τους έκανε όλους να στραφούν. Είδαν τη γριά με το βικτοριανό ντύσιμο και το κερί να περπατάει στο δωμάτιο χωρίς να τους αντιλαμβάνεται και να πηγαίνει προς έναν άγνωστο προορισμό που έβλεπε μόνο αυτή. Την παρακολούθησαν με περιέργεια, τραβώντας για μια στιγμή το βλέμμα τους από τον απέραντο διάδρομο, χωρίς να δουν την απειλητική μορφή που εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα του και τους πλησίαζε απίστευτα γοργά. Όλοι πετάχτηκαν όταν άκουσαν την ξύλινη φωνή να σκούζει: «Γελάδια στο λιβάδι, κοιμούνται για το βράδυ, σουτ, σουτ…», όμως ήταν πια αργά• ο τερατώδης γέρος είχε ήδη μπει στη σοφίτα και ορμούσε επάνω στον Ρομπ.

Το αγόρι δεν κατάλαβε τι ακριβώς έγινε. Τη μια στιγμή έβλεπε τον γέρο να υψώνεται επάνω του και ένιωθε το αίμα του να παγώνει από τον τρόμο• την άλλη στιγμή τρανταζόταν από δύο δυνατά χέρια που τον γράπωναν από το λαιμό και τον έσπρωχναν βίαια έξω. Ο Στιλ έκλεισε την πόρτα της σοφίτας πίσω του. «Το κορίτσι έμαθε απ’ έξω τους στίχους», είπε θυμωμένα.

Είχαν βρεθεί όλοι τους στην ασφάλεια του κεφαλόσκαλου• είχαν μία κλειστή πόρτα να τους χωρίζει από τον φρικαλέο γέρο με τη βρώμικη λινάτσα και τον άνεμο της σοφίτας. «Ναι» συμφώνησε η Σάφαϊρ.

Ο Στιλ άφησε το αγόρι και γονάτισε μπροστά στην Έλεν, κοιτώντας την κατάματα: «Έχεις μάθει κι άλλα; Πόσα;». Το κορίτσι πισωπάτησε τρομαγμένα και κόλλησε επάνω στη Σάφαϊρ. Ο ξανθός άντρας τα παράτησε και σηκώθηκε όρθιος: «Να την έχεις από κοντά όλη την ώρα» είπε στη σύντροφό του. Πήγε προς τη σκάλα, κατέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι, σταμάτησε ξαφνικά και γύρισε προς τον Ρομπ: «Το κορίτσι έχει άλλες κούκλες;».

«Ναι».

«Στο κάτω πάτωμα;»

Το αγόρι έγνεψε.

«Τότε βρες της μια» έκανε ο Στιλ και ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα.

Ο Ρομπ έτρεξε κατά πάνω του. «Έτσι εξαφανίστηκαν ο πατέρας κι η μητέρα μου;» φώναξε ενώ έγερνε επάνω στο ξύλο της κουπαστής.

«Ναι». Ο Στιλ σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει. «Και παραλίγο να το πάθεις κι εσύ. Οπότε, μέχρι να δώσω εγώ το ΟΚ, όλη αυτή η περιοχή του σπιτιού είναι απαγορευμένη». Του γύρισε την πλάτη, κατέβηκε τα πέντε σκαλοπάτια και εξαφανίστηκε στη στροφή του τοίχου.

«Ναι, όμως η μαμά μου είναι ακόμα μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο!».

«Όχι πια», ακούστηκε η φωνή του άντρα.

«Μα την άκουσα! Αλήθεια σου λέω, την άκουσα!».

Η φωνή της Σάφαϊρ ήρθε απαλή και σταθερή. «Όχι».

Το αγόρι την κοίταξε και μετά έτρεξε στην πόρτα της σοφίτας. «Την άκουσα, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο!».

«Δεν ήταν αυτή».

«Φυσικά και ήταν αυτή!».

Η γυναίκα τον κοίταξε ασάλευτη. «Πες μου τι είδες».

«Είδα πολλά πράγματα!».

«Ανθρώπους;».

«Ναι, ανθρώπους. Και πράγματα. Έγιναν όλα όμως τόσο γρήγορα». Το αγόρι κοντοστάθηκε για μια στιγμή. «Να… δεν την είδα πολύ καθαρά, μόνο έτσι σαν μια θολή σκιά. Άκουσα όμως τη φωνή της». Η γυναίκα συνέχισε να τον κοιτάζει κι αυτός χαμήλωσε το βλέμμα του. «Δεν ήταν αυτή…» παραδέχτηκε με βαριά καρδιά.

Η Σάφαϊρ κούνησε το κεφάλι της. «Όχι».

Η Έλεν τον είδε να σκύβει για να κρύψει δυο δάκρυα οργής. «Η μαμά δεν είναι εδώ;» τον ρώτησε.

«Όχι ακόμα…», έκανε ο αδερφός της.

«Θα έρθει όμως σύντομα».

Ο Ρομπ κοίταξε τη Σάφαϊρ όμως δεν είδε τίποτα στο πρόσωπό της. «Ναι, σύντομα». To κορίτσι φάνηκε ν’ ανακουφίζεται προσωρινά και έτρεξε προς την ψηλή γυναίκα. Άρχισαν να κατεβαίνουν μαζί τα σκαλοπάτια.

«Όμως, δε σας εμπιστεύομαι!» φώναξε ο Ρομπ. Η Σάφαϊρ στράφηκε και τον κάρφωσε με το βλέμμα της. «Εννοώ… δεν μπορώ να σας εμπιστευτώ, κανέναν απ’ τους δυο σας! Δεν ξέρω ποιοι είστε ούτε από πού ήρθατε. Πώς μπορώ να σας εμπιστευτώ;».

Η ματιά του αγοριού συναντήθηκε με τη ματιά της γυναίκας. «Είσαι υποχρεωμένος. Πρώτα ο τοίχος, τώρα όλο το δωμάτιο. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, πρέπει να μας εμπιστευτείς». Κοίταξε για λίγο την πόρτα της σοφίτας και μετά άπλωσε το χέρι της στον Ρομπ. «Έλα, πάμε». Το αγόρι έπιασε απρόθυμα το τεντωμένο χέρι και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα μαζί τους. Η Σάφαϊρ έσβησε το φως πίσω της• η σκαλίτσα με τα πέντε σκαλοπάτια, το κεφαλόσκαλο και η πόρτα της τρομερής σοφίτας βυθίστηκαν στο σκοτάδι.

* * * * * * *

Τον ξύπνησε ένας μακρινός, επαναλαμβανόμενος θόρυβος, σαν τον ήχο ενός σφυριού. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι ο ήλιος έλουζε το δωμάτιο ενώ από το παράθυρο έρχονταν κελαηδίσματα πουλιών. Είχε ξημερώσει πια για τα καλά. Το μαξιλάρι δίπλα του ήταν άδειο όμως είχε ένα βούλιαγμα στο κέντρο του και τα σκεπάσματα ήταν τραβηγμένα στην άλλη άκρη του κρεβατιού• προφανώς η Έλεν ξύπνησε νωρίτερα και σηκώθηκε. Η Έλεν; Για ποιο λόγο κοιμήθηκε η αδερφή του στο δωμάτιό του; Μόλις εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τα χθεσινοβραδινά γεγονότα και πετάχτηκε όρθιος.

Φορώντας ακόμα τις πυτζάμες του βγήκε από το δωμάτιο του πρώτου ορόφου και ανέβηκε αθόρυβα τα λίγα σκαλοπάτια προς τη σοφίτα. Ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο δυνατός. Κρυφοκοιτώντας από τη γωνιά του τοίχου, είδε τον Στιλ να καρφώνει με σανίδες την πόρτα του παλιού δωματίου της Έλεν, μέσα εκεί που εξαφανίστηκαν οι γονείς του χθες βράδυ στις επτά και δέκα ακριβώς. Και τώρα ο παράξενος άντρας έκλεινε τη μόνη δίοδο που θα μπορούσε να τους ξαναφέρει πίσω, τους φυλάκιζε στην τρομερή σοφίτα… Ξαφνικά ακούστηκε η σειρήνα του φέρι και το αγόρι πετάχτηκε προς το παράθυρο της σκάλας. Κοίταξε έξω, είδε κάτι και χαμογέλασε. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας, δίστασε για μια στιγμή και μετά μπήκε στην κουζίνα.

«Θέλεις πρωινό;» τον ρώτησε η Σάφαϊρ χωρίς να τον κοιτάξει, καθώς έριχνε γάλα στο πιάτο της Έλεν.

«Δ… δεν πεινάω, ευχαριστώ».

Η γυναίκα έγνεψε και τον παρακολούθησε καθώς πήγαινε στο παράθυρο να ρίξει μία αδιάφορη ματιά έξω. «Τι είναι;».

«Ποιο πράγμα;».

«Τι βλέπεις;».

«Α, τίποτα. Να, απλώς κοιτάζω». Η γυναίκα κινήθηκε ελαφρά προς το μέρος του. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω… Ο Στιλ σε ζητάει, μου είπε να σου πω ότι κάτι σε θέλει».

«Α, ναι;» έκανε η Σάφαϊρ ανέκφραστα.

«Είναι επάνω, στη σοφίτα».

«Και τι με θέλει;».

«Πιστεύεις ότι θα μου το ‘λεγε;» είπε το αγόρι σαρκαστικά.

Τον κοίταξε για λίγο και σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της. Δε σε ζήτησα, λέει ψέματα.

«Σίγουρα όχι», συμφώνησε η γυναίκα χαμογελώντας ανεπαίσθητα. Γύρισε πίσω στο τραπέζι, έριξε λίγο ακόμα γάλα στα κορν-φλέικς της Έλεν, της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και βγήκε από το δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε και τα δύο παιδιά έμειναν μόνα τους.

«Ρομπ, τι πας να σκαρώσεις;» ρώτησε η Έλεν που όλη αυτήν την ώρα παρακολουθούσε.

«Σουτ!». Το αγόρι κοίταξε γύρω στην κουζίνα, βρήκε ένα παλιό τζάκετ του πατέρα και το έδωσε στο κορίτσι. «Φόρεσέ το, Έλεν!».

«Δε θέλω!».

«Φόρεσέ το, γρήγορα!».

«Μα τρώω το πρωινό μου!».

«Να το αφήσεις!» της είπε και της έριξε το τζάκετ τους ώμους. Έτρεξε προς το παράθυρο, κοίταξε έξω και γύρισε βιαστικά για να αρπάξει το κουτάλι από τα χέρια της αδερφής του.

«Όχι!» του φώναξε αυτή και το έσφιξε.

«Σε παρακαλώ, Έλεν, πρέπει να φύγουμε!».

«Να φύγουμε;!».

«Έρχεται ο αστυνόμος! Τον είδα μόλις τώρα, απ’ το παράθυρο της σκάλας, είδα το φέρι να περνάει τον κόλπο! Και πάνω του ήταν το αυτοκίνητο του αστυνόμου!».

«Α…».

«Πρέπει να ‘ρχεται εδώ, πού αλλού να πηγαίνει;».

«Και θα φύγουμε μαζί του;».

«Ναι, γι’ αυτό κάνε γρήγορα!».

Το κορίτσι σηκώθηκε και τέντωσε τα χέρια στον αδερφό της για να της φορέσει το τζάκετ. «Το είπες στη Σάφαϊρ;».

«Τι να πω;».

«Για τον αστυνόμο».

«Όχι. Έλα τώρα».

«Θα θυμώσει όμως…».

«Άντε, Έλεν!».

«Θα ‘πρεπε να της το πεις».

Την έπιασε από τους ώμους και την κοίταξε στα μάτια. «Έλεν, καρφώνουν την πόρτα του δωματίου σου! Με σανίδες… Κανείς να μην μπει μέσα ή να βγει έξω. Έτσι θα φέρουν πίσω τη μαμά και τον μπαμπά;». Τα μάτια του κοριτσιού γούρλωσαν από έκπληξη. «Έλα, μη φοβάσαι» είπε ο αδερφός της. Την αγκάλιασε και την οδήγησε απαλά στο παράθυρο. «Έρχεται ο αστυνόμος, όλα θα πάνε καλά, μη φοβάσαι. Άκου!». Από μακριά ήρθε ο ήχος μιας κόρνας αυτοκινήτου.

* * * * * * *

«Ούτε που του μίλησα» είπε ο Στιλ. Πίσω του, η πόρτα της σοφίτας είχε καρφωθεί με χοντρές σανίδες από πάνω ως κάτω.

«Αυτό φαντάστηκα κι εγώ» απάντησε η Σάφαϊρ.

«Αυτή τη φορά είναι χειρότερο από το πλοίο» έκανε ο άντρας. «Αυτή τη φορά μπορεί και σκέφτεται, μπορεί και κάνει λογικές διεργασίες».

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, η Σάφαϊρ γύρισε και περπάτησε ως την πόρτα. Στάθηκε δίπλα της και άκουσε κάποιους ακαθόριστους ψιθύρους από μέσα. «Τι είδους λογικές διεργασίες;».

«Έχει μέθοδο. Άκου».

Η Σάφαϊρ κόλλησε το αυτί της στην πόρτα και μόλις που διέκρινε μία μακρινή γυναικεία φωνή να ψιθυρίζει ανεπαίσθητα: «Χαρωπά … χαρωπά … χαρωπά … χαρωπά …».


«Σαν δίσκος που κόλλησε, ε;» είπε ο Στιλ.

«Πράγματι».

«Δεν είναι έτσι όμως, απλώς κάθεται και περιμένει». Μία κόρνα ακούστηκε από έξω και ο Στιλ στράφηκε. «Το αγόρι πρέπει να άκουσε το αυτοκίνητο».

«Ναι. Λυπάμαι αλλά δε σε εμπιστεύεται».

Ο άντρας χαμογέλασε αδιόρατα και ρώτησε: «Εσένα σε εμπιστεύεται;».

«Λιγάκι».

«Εσύ υποτίθεται ότι είσαι ο διπλωμάτης της υπόθεσης».

«Ανάμεσα στ’ άλλα» έκανε η Σάφαϊρ με το ίδιο αδιόρατο χαμόγελο.

«Εσύ υποτίθεται ότι είσαι αυτή που μιλάει όμορφα στα παιδιά και τα καθησυχάζει».

«Τα καταφέρνω».

«Έτσι ώστε να μπορούμε εμείς να κάνουμε τη δουλειά και να κερδίσουμε τη μάχη».

«Ξέρεις, ο αστυνόμος έχει σχεδόν φτάσει».

Ο Στιλ την κοίταξε στα μάτια. «Δε χρειάζεται να μπλεχτεί στα πόδια μας τώρα κάποιος που δεν ξέρει. Και να τον βοηθήσει κάποιος που δεν καταλαβαίνει». Από έξω ακούστηκε άλλη μία φορά η κόρνα και ο άντρας στράφηκε προς την πόρτα της φοβερής σοφίτας.

«Θα χειριστείς εσύ τον αστυνόμο;» τον ρώτησε η Σάφαϊρ.

«Όχι» είπε αυτός χωρίς να γυρίσει. «Είναι δική σου δουλειά». Η Σάφαϊρ κοίταξε προς τις σκάλες.

(συνεχίζεται εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: