Αποστολή Α - 5ο Μέρος

Τα δύο αδέρφια βγήκαν από την κουζίνα, περπάτησαν ήσυχα στο μικρό χωλ και έφτασαν στην εξώπορτα. «Κάτσε εδώ εσύ». Ο Ρομπ στάθηκε μπροστά στην εξώπορτα αφού πρώτα έσφιξε ενθαρρυντικά τους ώμους της αδερφής του, έλυσε την αλυσίδα της κλειδαριάς και τράβηξε τον κάτω σύρτη όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ακούστηκε ένα δυνατό κλακ που αντήχησε σε όλο το σπίτι ή έτσι φάνηκε. Ο Ρομπ πάγωσε και στράφηκε πίσω του, συναντώντας το τρομαγμένο βλέμμα της αδερφής του• σαν να ήταν συνεννοημένα, τα δύο παιδιά γύρισαν ταυτόχρονα και κοίταξαν τη σκάλα, όμως δεν είδαν κανέναν εκεί. Από το δρομάκι ήρθε ο ήχος του περιπολικού που πλησίαζε όλο και περισσότερο. Ο Ρομπ αναστέναξε με ανακούφιση, σηκώθηκε και τράβηξε τον πάνω σύρτη, την ίδια στιγμή που άκουγε το περιπολικό να φτάνει και να σταματάει ακριβώς απ’ έξω. Η Έλεν έκανε ένα βήμα προς την εξώπορτα και ενστικτωδώς έριξε μία ματιά πίσω της.

Η Σάφαϊρ και ο Στιλ στέκονταν στην κορυφή της σκάλας, ανέκφραστοι και ακίνητοι σαν αγάλματα.

Ο αδερφός της γύρισε να την πάρει από το χέρι, σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε μ’ αυτό που είδε. Τα δύο ζευγάρια μάτια τον κοίταζαν χωρίς να φανερώνουν τίποτα, κανένα συναίσθημα. «Πρέπει να το κάνω», τους φώναξε το αγόρι θυμωμένα. Καμία απάντηση. «Εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ ζω! Πρέπει να το πω σε κάποιον».

Η Σάφαϊρ συνέχιζε να τον κοιτάζει με το ίδιο απαθές βλέμμα. «Μιλάς εκ μέρους και των δυο σας;».

«Ναι!».

«Δε νομίζω». Κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια και στράφηκε προς το κορίτσι: «Πάμε, Έλεν» είπε και της άπλωσε το χέρι. Η Έλεν κοίταξε τον αδερφό της παρακλητικά, κατόπιν κινήθηκε διστακτικά και στάθηκε δίπλα στη γυναίκα.

«Δεν αλλάζει τίποτα» διαμαρτυρήθηκε πεισματικά ο Ρομπ.

«Α, όχι;».

«Όχι. Θα του τα πω για τους γονείς μου, για το δωμάτιο εκεί πάνω και γι’ αυτά που είδα».

«Και πιστεύεις», ρώτησε η Σάφαϊρ στρώνοντας απαλά τα μαλλιά της Έλεν, «πιστεύεις ότι θα σ’ ακούσει;».

«Ναι. Ο αστυνόμος με ξέρει» – κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτυπούσε την πόρτα.

Η Σάφαϊρ χαμογέλασε ανεπαίσθητα. «Εντάξει, λοιπόν, πήγαινε να του τα πεις».

Το αγόρι άνοιξε την πόρτα βιαστικά και είδε το γνωστό, χαμογελαστό πρόσωπο που γνώριζε καλά από χρόνια. «Γεια σου, Ρομπ!» έκανε ο αστυνόμος πρόσχαρα, μπήκε στο σπίτι – και εξαφανίστηκε.

Ο Ρομπ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τον επανέφερε ένας ήχος και συνειδητοποίησε ότι στεκόταν με το χέρι τεντωμένο, σαν να κρατούσε ένα φανταστικό πόμολο, ενώ η εξώπορτα μπροστά του ήταν κλειστή και κάποιος χτυπούσε απ’ έξω. Προχώρησε και την άνοιξε σαστισμένος• είδε το γνωστό πρόσωπο του αστυνόμου όπως και πριν. «Γεια σου, Ρομπ!». Ο άντρας μπήκε στο σπίτι και εξαφανίστηκε πάλι• τη μια στιγμή ήταν εκεί, με τη στολή, το πηλήκιο και το ελαφρύ μουστάκι του, την άλλη στιγμή δεν υπήρχε καν. Καινούργιο χτύπημα στην εξώπορτα, που για μία ακόμα φορά είχε βρεθεί κλειστή. Το αγόρι προχώρησε μηχανικά και την άνοιξε, «γεια σου, Ρομπ!», ο αστυνόμος μπήκε στο σπίτι και χάθηκε πάλι μπροστά στα μάτια του. Η κλειστή εξώπορτα χτύπησε ξανά. Ο Ρομπ στράφηκε προς τη Σάφαϊρ απεγνωσμένος• η γυναίκα ήταν προσηλωμένη στην εξώπορτα με τα μάτια της να λάμπουν σ’ αυτό το σκούρο τυρκουάζ χρώμα.


«Μπορώ να το συνεχίσω όσο χρειαστεί» του είπε. «Όσο πρέπει για να σε εμποδίσω να του μιλήσεις. Ακόμα κι αν πάρει χρόνια». Χαμογέλασε και κατέβηκε τις σκάλες μαζί με την Έλεν. «Παράτα το, λοιπόν, είμαι σίγουρη ότι ο κακομοίρης έχει καλύτερα πράγματα να κάνει». Το αγόρι αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι. Ακολούθησε τη γυναίκα με την αδερφή του στην κουζίνα και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα.


* * * * * * *

Ο αστυνόμος έφτασε στο σπίτι των Τζαρντίν και χτύπησε το παλιομοδίτικο ρόπτρο στην εξώπορτα. Την είδε ν’ ανοίγει και είπε: «Γεια σου –α!». Μπροστά του στεκόταν ένας άγνωστος με γκρι κουστούμι και ξανθόγκριζα μαλλιά.

«Παρακαλώ;» ρώτησε ο ξένος.

Ο αστυνόμος τον μέτρησε με το βλέμμα του. «Μα αυτό… αυτό είναι περίεργο…».

«Ποιο είναι περίεργο;».

Χαμογέλασε αμήχανα. «Να, που… ε, τέλος πάντων, πρέπει να φταίει όλο αυτό το ταξίδι. Για να φτάσω ως εδώ». Έκανε ένα βήμα να μπει στο σπίτι και ο ξένος παραμέρισε για να περάσει. «Θα ορκιζόμουν όμως ότι…». Είδε τον άλλον να τον κοιτάζει με απορία. «Να, ότι αυτή η πόρτα είχε ήδη ανοίξει».

Ο ξένος κούνησε το κεφάλι του. «Μα πώς;».

Ο αστυνόμος άφησε ένα νευρικό γελάκι. «Απλώς, να, μετά το τηλεφώνημα χθες βράδυ, σκέφτηκα να περάσω για να δω αν όλα είναι εντάξει» είπε και κοίταξε εξεταστικά τον άντρα.

«Α, όλα είναι μια χαρά».

«Ωραία. Κι εσείς είστε…;».

«Οικογενειακός φίλος. Ήρθα εδώ για να χαλαρώσω λίγο».

«Όλα καλά λοιπόν». Ο αστυνόμος έριξε μια ματιά γύρω του, δεν είδε τίποτα το ανησυχητικό και ξαναχαμογέλασε ανακουφισμένα. Αρκετή ώρα αργότερα θα σκεφτόταν παραξενεμένος ότι δεν άκουσε καθόλου το τικ τακ των αιώνιων ρολογιών στο σπίτι των Τζαρντίν, όμως δε θα του έδινε πολλή σημασία. Σιγά το πράγμα. Μπορεί και να του φάνηκε, εξάλλου.

* * * * * * *

«Μα πώς το έκανες;». Ο Ρομπ πηγαινοερχόταν νευρικά από τη μια άκρη της κουζίνας στην άλλη και κοιτούσε τη Σάφαϊρ, που είχε αφοσιωθεί να χτενίζει τα μαλλιά της Έλεν με μία βούρτσα.

Η γυναίκα χαμογέλασε. «Το έκανα, έτσι απλά».

«Ναι, αλλά πώς;».

«Δεν έχει σημασία». Ο Ρομπ πετάχτηκε θυμωμένος και έτρεξε στην πόρτα της κουζίνας.

«Μήπως θέλεις να το ξανακάνω; Θα φύγει σύντομα, άστον λοιπόν να πάει στη δουλειά του».

«Αυτή είναι η δουλειά του!».

«Όχι».

«Καλά λοιπόν», το αγόρι ξεκόλλησε από την πόρτα, «κι αν πάω να βγω απ’ το παράθυρο;».


«Θα σε δω, μάλλον», η Σάφαϊρ είχε αφοσιωθεί στο βούρτσισμα και προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, «και μπορεί να σε κάνω να βγαίνεις απ’ το παράθυρο για ώρες ολόκληρες χωρίς να φτάνεις πουθενά!».

Ο Ρομπ έριξε μια ματιά έξω και είδε τον αστυνόμο να περπατάει προς το περιπολικό, ενώ κάθε τόσο γυρνούσε και κοιτούσε το σπίτι. Πήγε ν’ ανοίξει το παράθυρο και να του φωνάξει όμως δίστασε. Στράφηκε στη Σάφαϊρ: «Αν μπορείς να κάνεις τον Χρόνο να κυλάει ανάποδα…».

«Είπε κανένας κάτι τέτοιο;».

«Το έκανες, πριν λίγο. Και το άλλο που έκανες χθες βράδυ, που άλλαζες φορέματα…».

«Αυτό ήταν ψευδαίσθηση». Η Σάφαϊρ κούνησε αδιάφορα τους ώμους της, «τα φορέματα ήταν οπτική απάτη, ήταν απλώς ρούχα που έχω φορέσει στο παρελθόν». Κρύφτηκε πίσω από την Έλεν, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του κοριτσιού και τον κοίταξε πονηρά: «Ήταν απλώς η προβολή μιας εικόνας, δωράκι για σένα!».

«Όμως, τώρα αυτό… αυτό δεν ήταν ψευδαίσθηση, έτσι;».

«Όχι».

«Αυτό ήταν ο Χρόνος – κάνεις τον Χρόνο να κυλάει ανάποδα».

Η γυναίκα χαμογέλασε με τον ελαφρύ, ανεπαίσθητό της τρόπο. «Ναι». Άφησε κάτω τη βούρτσα και είπε στην Έλεν: «Λοιπόν, τώρα κάτσε και τελείωσε το πρωινό σου».

«Και τότε γιατί δεν τον γυρίζεις πίσω είκοσι τέσσερις ώρες ή περισσότερο;».

Ο Σάφαϊρ πήρε μία κανάτα από το τραπέζι. «Θέλεις λίγο ακόμα γάλα;» ρώτησε κι η Έλεν έγνεψε καταφατικά.

«Γιατί δεν τον γυρίζεις πίσω χθες, όταν οι γονείς μου ήταν ακόμη εδώ;».

«Γιατί δεν έχω τη δύναμη να γυρίσω το Χρόνο τόσο πολύ». Η Σάφαϊρ σταύρωσε τα χέρια της, ακούμπησε κομψά το σαγόνι της επάνω και τον κοίταξε. «Αν την είχα, φαντάζεσαι πως δε θα το ‘χα κάνει;».

Παύση. «Μάλλον…».

H γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της σκεφτική. «Φαντάσου μια λαστιχένια μπάλα», είπε τελικά, «μια λαστιχένια μπάλα που πέφτει κάτω κι αναπηδάει». Έκανε με το δάχτυλό της την κίνηση επάνω στο τραπέζι και η Έλεν παρακολούθησε με ενδιαφέρον. «Την πρώτη φορά που η μπάλα χτυπά στο έδαφος, έχουμε το γεγονός. Και μετά, η μπάλα που αρχίζει να αναπηδά είναι απλώς η ηχώ! Η αδράνεια!». Η Έλεν είχε μείνει με το κουτάλι στον αέρα και κοιτούσε ενθουσιασμένη τη Σάφαϊρ να περιγράφει την κίνηση. «Εγώ μπορώ απλώς να κάνω αυτήν την μπάλα ν’ αναπηδά για λίγο περισσότερο». Κοίταξε τον Ρομπ πονηρά: «Απλώς για λίγο περισσότερο, όσο χρειάζεται. Είναι κάτι που βοηθάει».

Απ’ έξω ακούστηκε μια μηχανή αυτοκινήτου να παίρνει μπρος. Ο Ρομπ πετάχτηκε στο παράθυρο και είδε το περιπολικό να απομακρύνεται. «Έχει κανένας τη δύναμη να…» ρώτησε τελικά τη Σάφαϊρ.

«Τι;».

Το αγόρι ήρθε και ακούμπησε σε μία καρέκλα. «Να γυρίσει πίσω το Χρόνο περισσότερο».

«Ναι, κάτι».

«Κάτι ή κάποιος;».

«Κάτι».

«Αυτό που υπάρχει μέσα σ’ εκείνον το διάδρομο;».

Η Σάφαϊρ έγνεψε καταφατικά. «Μπορεί να κάνει τον Χρόνο να κινηθεί πίσω ή μπροστά ή πλάγια ή οπουδήποτε, αν βρει την ευκαιρία. Μόνο που αυτό το Κάτι δεν έχει λογική. Όχι με την έννοια που την ξέρουμε. Ούτε σκοπό. Έχει τους δικούς του σκοπούς».

Το αγόρι την κοίταζε απορροφημένο. «Αυτό που είδα στο δωμάτιο της Έλεν...».


«Α, να ‘σαι σίγουρος ότι ήταν απλώς ένα μικρό κλάσμα του, έριξες μόνο μία κλεφτή ματιά. Η δουλειά μας όμως είναι να το σταματάμε οπουδήποτε το βρίσκουμε». Η πόρτα άνοιξε εκείνη τη στιγμή και μπήκε μέσα ο Στιλ που κάρφωσε τον Ρομπ με το παγερό του βλέμμα. «Έχεις λοιπόν την καλοσύνη να σταματήσεις να μας πολεμάς», συνέχισε η Σάφαϊρ, «και να μας πιστέψεις έστω και για μία μόνο φορά; Είμαστε οι μόνοι φίλοι που έχεις στο πλευρό σου». Του έριξε μία εξεταστική ματιά και συμπλήρωσε αργά: «Πρώτα ένας τοίχος, μετά ένα δωμάτιο. Τι άλλο θ’ ακολουθήσει; Το σπίτι ολόκληρο; Ένας δρόμος… ένα χωριό… μία πόλη. Τι άλλο μετά;».

Ο Ρομπ είχε μείνει να την κοιτάζει σκεφτικός. Τη σιωπή έσπασε ο Στιλ: «Χρειάζομαι ένα δωμάτιο να δουλέψω».

«Τι δωμάτιο;».

«Μήπως ξέρεις ποιο είναι το νεότερο δωμάτιο του σπιτιού;».

«Το νεότερο;».

«Ναι. Το τελευταίο που κατασκευάστηκε».

«Ο πατέρας μου έχτισε μία μικρή προσθήκη πέρυσι, που την έκανε γραφείο».

«Θα μου τη δείξεις σε παρακαλώ;». Ο Ρομπ προχώρησε και βγήκε από την πίσω πόρτα της κουζίνας στο στενό διάδρομο που οδηγούσε στην προσθήκη. Αφού αντάλλαξε μία κλεφτή ματιά με τη Σάφαϊρ, τον ακολούθησε κι ο Στιλ.

Περπάτησαν λίγο και φτάσανε μπροστά στην πόρτα του καινούργιου γραφείου. «Όταν είπες ότι ξανακάνατε κάτι τέτοιο κάποτε, σ’ ένα πλοίο…» πετάχτηκε ο Ρομπ.

«Ναι;».

«Τι έγινε τελικά;».

«Τελικά χρειάστηκε να το βουλιάξουμε» του απάντησε ο Στιλ ανέκφραστα. Είδε το αγόρι να τον κοιτάζει για μία στιγμή παραξενεμένο πριν ανοίξει την πόρτα του γραφείου. Για το καλό του, φυσικά! Ο άντρας μισοχαμογέλασε.

Στην κουζίνα, η Σάφαϊρ γύρισε το κεφάλι της για να κρύψει κι αυτή ένα χαμόγελο. Και δεν είναι τόσο εύκολο να βουλιάξεις ένα ολόκληρο σπίτι!

Ο Ρομπ πάτησε το διακόπτη και το δωμάτιο φωτίστηκε. Υπήρχε ένα ξύλινο γραφείο φορτωμένο με χαρτιά, βιβλία και στυλό, ένα τραπέζι με κρύσταλλο, κάδρα, καρέκλες, μία βιβλιοθήκη στον τοίχο και, φυσικά, τα πανταχού παρόντα ρολόγια. Ένα στο γραφείο και δύο επάνω στη βιβλιοθήκη. «Μάλιστα, αυτό είναι πολύ καλύτερο» είπε ο Στιλ.


* * * * * * *

Όταν η Έλεν τέλειωσε το πρωινό της, γύρισαν και οι τέσσερις όλο το σπίτι και κούρδισαν κάθε ρολόι που υπήρχε. Τα δωμάτια και οι διάδρομοι ξαναγέμισαν από το γνωστό τικ τακ, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα από τις παλιές, καλές ημέρες. Στο τέλος κατέληξαν στην προσθήκη-γραφείο και άρχισαν να την αδειάζουν από τα πράγματά της. «Αυτή πόσο παλιά είναι;» ρώτησε ο Στιλ τη Σάφαϊρ κρατώντας μία καρέκλα. «Σαράντα; Πενήντα χρονών;».

Η γυναίκα ακούμπησε επάνω τις παλάμες της. «1938», δήλωσε.

Ο άντρας πήρε την καρέκλα, βγήκε από το γραφείο και συνάντησε τον Ρομπ που ερχόταν λαχανιασμένος από την αποθηκούλα στο κελάρι. «Κι αυτήν επίσης». Με ένα βογκητό, το αγόρι φορτώθηκε την καρέκλα και ξανατράβηξε στην ίδια διαδρομή. Ο Στιλ επέστρεψε στο δωμάτιο, πήρε ένα χαρτόκουτο και έψαξε να βρει με τι να το γεμίσει. Σήκωσε ένα γυάλινο τασάκι, το κοίταξε εξεταστικά, «αυτό θα πρέπει να είναι εντάξει» είπε και το έδειξε στη Σάφαϊρ.

Η γυναίκα το σκανάρισε προσεκτικά με τα χέρια της. «Από έξι ως οκτώ μήνες, το μεγαλύτερό του μέρος».

«Το μεγαλύτερό του μέρος;».

«Υπάρχουν και κάποια ανακυκλωμένα στοιχεία. Ένα απ’ αυτά είναι… τουλάχιστον εκατό χρόνων».

Ο Στιλ το πέταξε μέσα στο κουτί. «Οπότε λοιπόν, τίποτα δεν είναι ασφαλές».

«Όχι».

Ο άντρας πήρε το κουτί και βγήκε από την πόρτα. «Ρομπ!».

«Ναι;». Το αγόρι ήρθε τρέχοντας.

«Τα πάντα» είπε και του έδωσε το κουτί.

«Τι;».

«Θέλω το δωμάτιο να είναι τελείως άδειο». Ο Ρομπ τον κοίταξε απεγνωσμένα, όμως πήρε το κουτί και ξεκίνησε για το κελάρι. Ο άντρας μπήκε πάλι στο γραφείο, βρήκε ένα άλλο κουτί και άρχισε να μαζεύει όλα τα μικροαντικείμενα τριγύρω. «Φορτώνουν τη ζωή τους με ένα σωρό πράγματα, ε;». Όταν τελικά το γέμισε μέχρι επάνω, βγήκε έξω και έπεσε επάνω στον Ρομπ που ερχόταν τρέχοντας.

«Ουπς, συγνώμη» έκανε το αγόρι.

«Εσύ πάρε το καλάθι των αχρήστων» είπε ο άντρας και ξεκίνησε για το κελάρι.

Το αγόρι μπήκε στο γραφείο, πήρε το καλάθι και καθώς έβγαινε σταμάτησε δίπλα στη Σάφαϊρ που τύλιγε ένα χαλί σε ρολό. «Ποια ήταν η σκανδάλη;».

«Τι πράγμα;».

«Να, όταν είπατε ότι ο Χρόνος μπήκε μέσα εδώ, στο δωμάτιο της Έλεν, είπατε επίσης ότι υπήρχε και μία σκανδάλη, ένα τελικό συστατικό».

«Σωστά».

«Ποια ήταν λοιπόν η σκανδάλη, το τελικό συστατικό, σ’ εκείνο το πλοίο;».

«Α! Ήταν ένα παλιομοδίτικο ναυτικό ημερολόγιο». Η γυναίκα χαμογέλασε με τις αναμνήσεις. «Ο καπετάνιος είχε αδυναμία στα είδη της ναυτικής κληρονομιάς».

«Μάλιστα».

Η γυναίκα άρχισε να ξανατυλίγει το χαλί χαμογελώντας ακόμη. «Έκανε συλλογή από παραδοσιακά ναυτικά αντικείμενα».

Ο Ρομπ γονάτισε δίπλα της. «Δεν είναι και τόσο ανόητα λοιπόν».

«Ποια;».

«Αυτά τα πλάσματα που προσπαθούν να τρυπήσουν το ύφασμα του Χρόνου και να μπουν μέσα. Ένα ημερολόγιο πλοίου στη θάλασσα, ένα παραδοσιακό τραγουδάκι σ’ ένα παιδικό δωμάτιο… εμένα μου φαίνεται ότι ξέρουν τι κάνουν». Η Σάφαϊρ τον κοίταξε παραξενεμένη καθώς ο Ρομπ σηκωνόταν και ξεκινούσε για το κελάρι.

«Τι τρέχει;». Ο Στιλ μπήκε μέσα στο γραφείο.

«Απλώς κάτι που παρατήρησε το αγόρι… μου θύμισε κάτι άλλο που είπες εσύ προηγουμένως».

«Εγώ;».

«Ναι, για τις μεθόδους». Ο γκρίζος άντρας και η γαλάζια γυναίκα κοιτάχτηκαν σκεφτικοί.


* * * * * * *

Ησυχία επικρατούσε ψηλά στη σοφίτα... Η παρέα είχε ανεβεί προηγουμένως για να κουρδίσει ένα εκκρεμές στον τοίχο, όμως ο Στιλ βιάστηκε μετά να τους διώξει όλους κάτω και να μην αφήσει κανέναν να πλησιάσει στην καρφωμένη πόρτα με το φοβερό δωμάτιο πίσω της. Κανένας δεν υπήρχε εκεί επάνω, στο πλατύσκαλο της ξύλινης σκάλας, στο χαλάκι μπροστά στη σοφίτα για να δει ένα φως που έλαμψε ξαφνικά κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, εξασθένισε, έλαμψε και πάλι, και πάλι, ένα φως που παλλόταν σαν να ήταν ζωντανό...

* * * * * * *

Ο Ρομπ βγήκε λαχανιασμένος από το κελάρι και με βαριά βήματα ξεκίνησε άλλη μία φορά για το γραφείο. Ήταν ήδη εξουθενωμένος όμως τα περισσότερα πράγματα είχαν πια μεταφερθεί, άλλες δυο τρεις βόλτες ακόμη και το δωμάτιο θα άδειαζε εντελώς, όπως ακριβώς ήθελε ο Στιλ. Η κραυγή που άκουσε ξαφνικά τον έκανε να παγώσει στη θέση του.

«Ρομπ!».

Το αγόρι έριξε μία γρήγορη ματιά πίσω του όμως δεν είδε κανέναν. Ήταν μία κραυγή γυναικεία και γνώριμη, που έκανε τα πόδια του να τρέμουν και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Κι όμως, δεν μπορεί να ήταν αλήθεια, δεν μπορεί να...

«ΡΟΜΠ!» ακούστηκε πάλι επιτακτική η κραυγή. Το αγόρι κοίταξε προς τη σκάλα και προσπάθησε να φανταστεί τη σοφίτα στην κορυφή της. Ήταν σίγουρος τώρα, η κραυγή ερχόταν από εκεί ψηλά και την είχε αναγνωρίσει, ήξερε καλά το πρόσωπο στο οποίο άνηκε.

«Μαμά!» φώναξε, ενώ τα πόδια του ξεκόλλησαν και άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: