"Ζαφείρι και Ατσάλι" λοιπόν...
Αποστολή Α - 1o Μέρος
ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΤΗΧΗΣΕΙΣ
Το χτύπημα ενός κλαδιού στο παράθυρο τον έβγαλε για μια στιγμή από την αριθμητική του. Σηκώθηκε, έριξε μια ματιά και τράβηξε τις κοντές κουρτίνες. Έξω φυσούσε αέρας, όπως πάντα τις βραδινές ώρες, και ο ήχος του ήταν ένα ευχάριστο συνοδευτικό στο αδιάκοπο τικ-τακ που κυριαρχούσε στο σπίτι. Δίπλα στο παράθυρο στεκόταν ένα παλιό εκκρεμές, μία ξύλινη αντίκα με λατινικούς αριθμούς που έκανε το πιο δυνατό τικ-τακ μέσα στην κουζίνα. Το κοίταξε στιγμιαία: επτά και οκτώ, περνά η ώρα... Ήταν ένα αγόρι δεκατριών χρονών με σκούρα μαλλιά, ευγενικό πρόσωπο και τον έλεγαν Ρομπ. Είχε πάψει από καιρό να είναι παιδί, μπορούσε πια να κάνει μόνος του τα μαθήματά του χωρίς να χαζεύει δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας ευκαιρίες για διαλειμματάκια, όπως π.χ. να πάει στο χολ τάχα για να ελέγξει αν έδειχναν τη σωστή ώρα και τα ρολόγια εκεί. Αυτό ακριβώς έκανε.
Το χολ ήταν ένας στενός χώρος που στριμωχνόταν ανάμεσα στην εξώπορτα και στο κεφαλόσκαλο της εσωτερικής σκάλας, και είχε μόνο δύο ρολόγια. Ο Ρομπ τα εξέτασε επιμελώς, βεβαιώθηκε ότι λειτουργούσαν καλά και έψαξε να βρει άλλη δικαιολογία για να μην ξαναγυρίσει στα τετράδιά του. Από τη σοφίτα επάνω μπορούσε ν’ ακούσει τη μητέρα και την αδερφή του να διαβάζουν την προπαίδεια. Κάθισε για λίγο και αφουγκράστηκε: «Μια φορά το τρία τρια, δυο φορές το τρία έξι, τρεις φορές το τρία εννιά, τέσσερις φορές το τρία…», μπορούσε να φανταστεί την αδερφή του να προβληματίζεται, «…δώδεκα!». Η ανακάλυψη συνοδεύτηκε από χαρούμενα γέλια ενώ μπήκε και ο πατέρας στο παιχνίδι τώρα που οι αριθμοί γίνονταν δύσκολοι. «Πέντε φορές το τρία δεκαπέντε, έξι φορές το τρία δεκαοκτώ». Ο Ρομπ έσφιξε τα δόντια, αναστέναξε και πήρε τη γενναία απόφαση να γυρίσει πίσω στην κουζίνα. Κάθισε στο τραπέζι, τράβηξε το τετράδιο μπροστά του και συνέχισε το γράψιμο προσέχοντας πού και πού τις φωνές που έφταναν αδύναμα από τη σοφίτα.
Από τη σοφίτα…
«Δέκα φορές το τρία… τριάντα! Μπράβο! Έντεκα φορές το τρία τριάντα τρία, δώδεκα φορές το τρία τριάντα έξι!». Όλοι γέλασαν με την καρδιά τους και φώναξαν χαρούμενοι. Ο πατέρας έγειρε και ψιθύρισε κάτι στη γυναίκα του.
«Λοιπόν», είπε αυτή, «τώρα, Έλεν, είναι ώρα για ύπνο».Η Έλεν χοροπήδησε επάνω στο κρεβάτι. «Όμως μου υποσχέθηκες ότι θα πούμε ένα ακόμα!».
Η μάνα της ξεφύσηξε. «Ουφ! Τι λες κι εσύ, Χένρυ;».
«Αχ, σε παρακαλώ, μπαμπά…».
«Εντάξει, εντάξει», είπε αυτός μισογελώντας. «Ξέρω ποιο θες. Την κυρία Μάφετ!».
«Ναι!» φώναξε η Έλεν.
«Τώρα όμως θα μας το διαβάσεις εσύ, μόνη σου».
Η Έλεν πήρε το βιβλίο με τα παιδικά τραγουδάκια. «Η κυρία Μάφετ στο σαλόνι της, κάθεται και στρώνει το σεντόνι της...», η μαμά κι ο μπαμπάς δεν άντεξαν και μπήκαν κι αυτοί στο παιχνίδι, «...στο ντιβάνι της κρυμμένη, μια μεγάλη αράχνη βγαίνει, η κυρία Μάφετ φεύγει τρομαγμένη!». Η Έλεν ξέσπασε σε ένα χαρούμενο γέλιο. Κατόπιν κάθισε στα γόνατά της και είπε: «Ένα ακόμα!».
«Όχι, τέρμα γι’ απόψε!».
«Αχ, σε παρακαλώ, μαμά…».
«Όχι!».
«Σε παρακαλώ…».
Ο πατέρας λύγισε. «Έλα, μωρέ… άντε, ας πούμε άλλο ένα ακόμα».
«Τέλος πάντων… μόνο ένα όμως και τέρμα». Η μαμά ξεφύλλισε το βιβλίο. «Α, το βρήκα! Χαρωπά τραγούδια, ανθίσαν τα λουλούδια…», η Έλεν άρχισε να φωνάζει κι αυτή όλο χαρά, «…αψιού! Αψιού! Και πέφτουμε όλοι χάμω!».
Στην κουζίνα, ο Ρομπ έγραφε απορροφημένος τα μαθήματά του χωρίς να προσέχει πια τις φωνές τους. Δεν πρόσεξε ούτε όταν το ρολόι στον τοίχο πίσω του σταμάτησε ξαφνικά να δουλεύει. Αμέσως σχεδόν ακολούθησε ένα άλλο ρολόι στην κορυφή της ραφιέρας –ένα πολύ παλιό κομμάτι, όλο σίδερο, που ο πατέρας το έλεγε ‘ατμομηχανή’: σταμάτησε με έναν κοφτό ήχο, όμως ο Ρομπ δεν το πρόσεξε ούτε αυτό. Όταν σταμάτησε και το παλιό εκκρεμές με το δυνατό τικ-τακ, ο Ρομπ σήκωσε το κεφάλι του και το είδε. Ένας ήχος ακούστηκε ξαφνικά δίπλα του, ή μάλλον ένας μη-ήχος: ήταν το ρολόι επάνω στο τραπέζι που σταματούσε κι αυτό. Ο Ρομπ το έπιασε και το κοίταξε παραξενεμένος. Έδειχνε επτά και δέκα ακριβώς, όπως και τα άλλα τρία ρολόγια. Τα άλλα τρία σταματημένα ρολόγια. Αναστέναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα. Η κουζίνα είχε ησυχάσει, μόνο ο αέρας ακουγόταν πια από έξω.
Βγήκε στο χολ και είδε πως κι εκεί τα ρολόγια ήταν σταματημένα. Τι παράξενο… σκέφτηκε. Συνοφρυώθηκε, πήγε ως τη σκάλα και ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια. «Μπαμπά;». Όλα τα προηγούμενα γέλια και οι χαρούμενες φωνές είχαν πάψει.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας χαμηλός ήχος από τη σοφίτα, ένα ελαφρύ βουητό σαν από ηλεκτρικά παράσιτα. «Μπαμπά, τι είν’ αυτός ο θόρυβος; Όλα τα ρολόγια έχουν…». Ο θόρυβος δυνάμωσε εκκωφαντικά και ο Ρομπ τινάχτηκε στις σκάλες αλαφιασμένος. Έφτασε στο επάνω πάτωμα και κοντοστάθηκε• ένα ρολόι τοίχου μπροστά του ήταν καρφωμένο στις επτά και δέκα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι δεν άκουγε πια τον παράξενο βουητό αλλά κάτι άλλο. Ένα κοριτσίστικο κλάμα. Έστριψε τρέχοντας στη γωνία του τοίχου και ανέβηκε τα πέντε σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη σοφίτα. Μόλις που πρόλαβε να δει περαστικά άλλα τρία σταματημένα ρολόγια σε διάφορα τραπεζάκια του διαδρόμου, πριν ορμήσει μέσα στο ψηλότερο δωμάτιο του σπιτιού.Η Έλεν καθόταν στο κρεβάτι με το πρόσωπο γεμάτο δάκρυα και κρατούσε σφιχτά το αρκουδάκι της. Κανένας άλλος δεν υπήρχε. Η κουνιστή πολυθρόνα πήγαινε πέρα-δώθε με ένα ξύλινο τρίξιμο• ο Ρομπ προχώρησε εξεταστικά και τη σταμάτησε μη ξέροντας τι άλλο να κάνει. Κατόπιν στράφηκε στην αδερφή του: «Πού είναι η μαμά κι ο μπαμπάς;».
«Έφυγαν».
Κάθισε μπροστά της και την έπιασε απαλά από τους ώμους. «Μη στεναχωριέσαι, Έλεν. Τώρα είμ’ εγώ εδώ. Πες μου λοιπόν, πού είναι η μαμά κι ο μπαμπάς;».
Ήταν οκτώ χρονών με μακριά, κοκκινόξανθα μαλλιά και εκείνο το βράδυ φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο νυχτικό στο χρώμα των μαλλιών της. «Έφυγαν».
Ο Ρομπ συνοφρυώθηκε. «Έφυγαν; Πώς έφυγαν; Βγήκαν απ’ την πόρτα; Κατέβηκαν κάτω;». Η Έλεν κούνησε το κεφάλι της. «Ε τότε, πως;».
«Χάθηκαν…».
Η μικρή καταλάβαινε τη λέξη όμως δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει. «Ναι. Η μαμά κι ο μπαμπάς. Χάθηκαν».
«Όχι όμως εδώ, όχι μέσ’ στο δωμάτιο;!».
«Ναι. Χάθηκαν».
Της έπιασε το χέρι και προσπάθησε να την καθησυχάσει. Ξαφνικά η σοφίτα είχε γίνει απειλητική.
* * * * * * *
Λίγο αργότερα, η Έλεν καθόταν στην κουζίνα με μια γαλάζια κουβέρτα στους ώμους και κοιτούσε το ποτήρι με το γάλα στο τραπέζι μπροστά της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει ούτε ήξερε αν ήταν σοβαρό ή όχι• της έλειπαν οι γονείς της και έλπιζε να ξανάρχονταν πίσω με κάποιον θαυμαστό τρόπο, έτσι ακριβώς όπως είχαν χαθεί. Η ατμόσφαιρα του σπιτιού είχε αλλάξει, μία θλιβερή ησυχία είχε απλωθεί και ακουγόταν μόνο το αχνό φύσημα του ανέμου απ’ έξω. Πόσο θα ήθελε να ξαναρχίσουν να χτυπάνε τα ρολόγια!… Ένας γδούπος ακούστηκε στο χολ από την εξώπορτα, βήματα που πλησίαζαν έξω. Η πόρτα άνοιξε, ο Ρομπ μπήκε μέσα, την έκλεισε, την κλείδωσε πίσω του και την ασφάλισε. Σκούπισε λίγο τις μπότες του και προχώρησε στην κουζίνα.
«Πιες το γάλα σου, Έλεν», είπε ξέπνοα και την έπιασε προστατευτικά από τους ώμους. «Να, βλέπεις; Όλα είναι εντάξει. Έτρεξα ως τον τηλεφωνικό θάλαμο στο Σκαρλς Ετζ και πήρα τον αστυνόμο στο σπίτι του, στο Πόιντ. Του είπα…». Έλεγξε το παράθυρο και βεβαιώθηκε ότι είναι κλειδωμένο, ενώ η Έλεν δέχτηκε να πιει μια γουλιά από το γάλα της. «Έρχεται τώρα εδώ! Άρα λοιπόν όλα είναι εντάξει. Θέλω να πω ότι ο αστυνόμος… Να, απλώς θα ξεκινήσει από την άλλη μεριά του Πόιντ, θα περάσει τον κόλπο με μια βάρκα και θα έρθει. Πιες λοιπόν το γάλα σου, Έλεν. Νομίζω πως όλα θα πάνε μια χαρά». Η Έλεν ήπιε άλλη μια γουλιά, πολύ κουρασμένη για να διαφωνήσει μαζί του. Και οι δυο τους όμως τινάχτηκαν όταν ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην εξώπορτα. «Κάτσε εδώ», είπε το αγόρι και βγήκε στο χολ. «Ποιος είναι;».
Μια αυστηρή αντρική φωνή ρώτησε: «Ο Ρόμπερτ Στίβεν Τζαρντίν;».
«Ναι».
«Ζήτησες βοήθεια».
«Ναι!».
«Ξεκλείδωσε λοιπόν την εξώπορτα».
Μπράβο ταχύτητα… μουρμούρισε ο Ρομπ και άρχισε να απασφαλίζει την πόρτα. Αλυσίδα, πάνω σύρτης, κάτω σύρτης, η πόρτα άνοιξε. «Τηλεφώνησα απλώς για να–» πήγε να πει και τα λόγια του κόπηκαν. Μπροστά του στεκόταν ένας άντρας με σταχτόγκριζα μαλλιά, σταχτόγκριζο κουστούμι και σταχτόγκριζα μάτια, δίπλα σε μία εντυπωσιακή ξανθιά γυναίκα με μακρύ γαλάζιο φόρεμα. Ο Ρομπ πισωπάτησε έκπληκτος και οι δύο ξένοι μπήκαν στο σπίτι. «Για μισό λεπτό, δε σας ξέρω εσάς!». Στράφηκε προς τον άγνωστο άντρα που προχωρούσε ήδη στις σκάλες ενώ η γυναίκα έκλεινε την εξώπορτα. «Μόνο… τον αστυνόμο στο Πόιντ!».
Ο άντρας ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια με το βλέμμα του καρφωμένο στον πάνω όροφο. «Ο αστυνόμος στο Πόιντ δεν πρόκειται να ‘ρθει», είπε απλά. «Του τηλεφώνησα και του εξήγησα πως όλα είναι υπό έλεγχο».
«Μα δεν είν’ έτσι!».
Ο άντρας γύρισε και κατέβηκε. «Όχι. Γι’ αυτό και ήρθαμε εμείς αντί γι’ αυτόν». Πήγε προς την κουζίνα αφήνοντας τον Ρομπ με το στόμα ανοιχτό.
«Είναι κομματάκι σοβαρός», του είπε η γυναίκα, «αλλά θα τον συνηθίσεις».
O Ρομπ στράφηκε προς τη μεριά της. Τα μάτια της ήταν πρασινόγκριζα, βαμμένα με μια ελαφριά γαλάζια σκιά, και φορούσε ένα κολιέ με πέτρες που άστραφταν κι αυτές γαλαζωπές στο φως του χολ. «Δεν έχει όμως κανένα δικαίωμα να λέει στον αστυνόμο–».
«Οι γονείς σου εξαφανίστηκαν, έτσι;».
«Ναι!» της φώναξε για να κρύψει την έκπληξή του.
«Και τους θέλεις πίσω;».
«Φυσικά και τους θέλω–».
«Ζωντανούς;».
Του κόπηκε η φόρα. «Ναι».
«Τότε λοιπόν», η γυναίκα τον προσπέρασε και προχώρησε αργά προς τον σύντροφό της, «δεν υπάρχει καμία περίπτωση να καταφέρει κάτι ο αστυνόμος στο Πόιντ, με το ηλίθιο σημειωματάριο και τις ηλίθιες ερωτήσεις του. Μόνο εμείς».
Ο Ρομπ την ακολούθησε και ρώτησε διστακτικά: «Αυτό που τους συνέβη, στη μάνα μου και στον πατέρα μου… είναι σοβαρό;».
Η γυναίκα σταμάτησε. Γύρισε αργά και τον κοίταξε για λίγο. Κατόπιν έστρεψε το κεφάλι της προς τη σοφίτα, σαν να αφουγκραζόταν κάτι. Τα γκρίζα μάτια της φάνηκαν ν’ αλλάζουν χρώμα, να γίνονται όλο και πιο γαλάζια, μέχρι που κατέληξαν σε ένα σκούρο τυρκουάζ. «Ναι», ψιθύρισε.
(συνεχίζεται εδώ)