Αποστολή Α - 2ο Μέρος

Η Έλεν κοιτούσε παραξενεμένη τον άγνωστο άντρα που μπήκε στην κουζίνα και δεν της έδωσε καμία σημασία. Μετά από λίγο είδε και μία εκθαμβωτική γαλάζια γυναίκα να εμφανίζεται, που περπατούσε αργά σαν να περιεργαζόταν το κάθε τι γύρω της. «Πόσο παλιό λες ότι είναι το σπίτι;» τη ρώτησε ο άντρας, χωρίς καν να γυρίσει και να την κοιτάξει.

«Χοντρικά, διακοσίων πενήντα χρόνων» απάντησε αυτή. «Η γη εδώ είναι παλιά και εύφορη. Έτσι θα ‘ταν μάλλον από αιώνες». Η κουζίνα είχε δύο άλλες πόρτες που οδηγούσαν σε μια αποθηκούλα και στην προσθήκη που είχε χτίσει πρόσφατα ο πατέρας των παιδιών. Η γυναίκα συνέχισε το ήρεμο βάδισμά της και βγήκε από τη μία. «Μπορεί να υπήρχαν κι άλλα κτίσματα πάνω στα θεμέλια του σπιτιού, τότε στην εποχή του», είπε και ξανάρθε στην κουζίνα από την άλλη πόρτα.

«Καμιά αυθεντική αντίκα;» ρώτησε ο άντρας.

«Σχεδόν όλα, θα έλεγα». Η γυναίκα ακούμπησε τις παλάμες της επάνω στο τραπέζι της κουζίνας και αμέσως γύρισε να τον κοιτάξει: «Υπάρχουν δονήσεις!».

«Κι αυτό το επώνυμο, ‘Τζαρντίν’…» έκανε ο άντρας.

«Παλιό Γαλλικό. Το όνομα του πατέρα είναι Χένρυ, το όνομα της μητέρας είναι Σάρα και το κορίτσι λέγεται Έλεν».

«Μα πώς το ξέρεις;» φώναξε ο Ρομπ.

«Παλιά ονόματα σ’ ένα παλιό σπίτι» είπε προβληματισμένος ο άντρας και αναστέναξε. «Ένα σωρό παλιά πράγματα, ένα σωρό παλιές…», σήκωσε το ρολόι από το τραπέζι, αυτό το ρολόι που είχε σταματήσει στις επτά και δέκα όπως και όλα τα υπόλοιπα του σπιτιού «…παλιές αντηχήσεις».

«Άρα έχουμε σημείο πίεσης;» ρώτησε η γυναίκα.

Ο άντρας κούρδισε λίγο το ρολόι αφηρημένα και περπάτησε αόριστα στην κουζίνα. «Πολύ πιθανό. Πάρα πολύ πιθανό».

Ο Ρομπ πετάχτηκε μπροστά νευριασμένος και στάθηκε απέναντι στη γυναίκα. «Ξέρετε τόσα πολλά για μας –».

«Πράγματι».

«– πείτε μας λοιπόν κι εσείς ποιοι είστε, πώς σας λένε;».

«Εμένα με λένε Σάφαϊρ και το όνομα του φίλου μου είναι Στιλ».

«Σάφαϊρ;».

«Ναι».

«Αυτό είναι…».

«Τι είναι;».

Ο Ρομπ κόλλησε. «Ε… αυτό είναι όμορφο όνομα».

Μία υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στο πρόσωπο της γυναίκας. «Ευχαριστώ».

Ο Στιλ προχώρησε και στάθηκε δίπλα στον Ρομπ: «Πολλά ρολόγια έχει αυτό το σπίτι».

«Ναι, ο πατέρας μου κάνει συλλογή και τα επισκευάζει».

Ο άντρας έδειξε το ρολόι που κρατούσε: «Και γιατί δε δουλεύουν;».

«Δουλεύουν μια χαρά» διαμαρτυρήθηκε ο Ρομπ. «Σταμάτησαν όλα όταν…».

«Ναι;».

«Ε… λίγο πριν συμβεί». Το αγόρι κοίταξε τη Σάφαϊρ. «Έψαξα όλο το σπίτι μετά…» εξήγησε.

«Και όταν συνέβη, πού ήσουν εσύ;» τον ρώτησε ο Στιλ.

«Κάτω εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο».

«Και πού ήταν οι γονείς σου;».

«Στο δωμάτιο της Έλεν, της διάβαζαν».

Ο Στιλ στράφηκε προς το κορίτσι που κοιτούσε τον απέναντι τοίχο, βυθισμένη στις δικές της σκέψεις. Την άρπαξε από το σαγόνι και γύρισε το πρόσωπό της προς αυτόν. «Η μαμά κι ο μπαμπάς χάθηκαν, έτσι στα ξαφνικά» είπε η μικρή.

Ο άντρας αναστέναξε. «Νομίζω πως πρέπει να πάμε όλοι στη σοφίτα» είπε στη Σάφαϊρ.

«Ναι».

«Θα πάρουμε και μερικά ρολόγια. Φέρε το κορίτσι».

Η παρέα βγήκε από την κουζίνα και προχώρησε στις σκάλες: μπροστά ο Στιλ, με ένα ρολόι στο κάθε χέρι, μετά ο Ρομπ, και στο τέλος η Σάφαϊρ με την Έλεν στην αγκαλιά. Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια ακολουθώντας το γοργό βήμα του Στιλ. «Όταν τα ρολόγια σταμάτησαν» ρώτησε σε κάποια στιγμή ο άντρας το αγόρι πίσω του, «μήπως άκουσες κάτι;».

«Άκουσα την Έλεν να κλαίει».

Η παρέα είχε ήδη φτάσει στον πρώτο όροφο. «Κάτι άλλο;».

«Να… ήταν κι αυτός ο… περίεργος ήχος».

Ο Στιλ σταμάτησε ακαριαία. «Ποιος ήχος;».

«Να…».

«Περιέγραψέ τον!».

«Ήταν ένας θόρυβος, σαν ένα σιγανό βουητό». Ο Στιλ κοίταξε προς την κατεύθυνση της σοφίτας και άρχισε να ανεβαίνει τα τελευταία σκαλοπάτια αφήνοντας τον Ρομπ καρφωμένο στη θέση του. Όταν αυτός είδε και τη γυναίκα με την αδερφή του να τον προσπερνάνε, έσφιξε τις γροθιές του και φώναξε: «Λοιπόν, πού πήγαν; Οι γονείς μου!». Έτρεξε και τους πρόφτασε ακριβώς μπροστά από την πόρτα της σοφίτας: «Κοίτα, θέλω να μάθω! Τώρα!». Το παράξενο ζευγάρι σταμάτησε και τον κοίταξε ανέκφραστα. Η Έλεν άπλωσε το χεράκι της, ο αδερφός της το έσφιξε και την τράβηξε από την ξένη αγκαλιά. Τα δύο παιδιά στάθηκαν απέναντι στους ξένους. «Θέλω να πω» συνέχισε ο Ρομπ, «θέλω να πω… ότι έρχεστε εδώ, εμφανίζεστε έτσι ξαφνικά, σ’ αυτό το μέρος που μπορούμε ν’ ακούσουμε τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα να πλησιάζουν από μίλια μακριά! Εσείς όμως… εμφανίζεστε έτσι, αθόρυβα».

«Ναι» είπε η Σάφαϊρ.

«Λοιπόν… τουλάχιστον θέλω να ξέρω κάτι παραπάνω πριν πάμε εκεί μέσα, να κάνουμε οτιδήποτε πρόκειται να κάνουμε».

Η Σάφαϊρ πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Υπάρχει ένας διάδρομος–».

Ο Στιλ στράφηκε προς αυτήν. Δε θα το καταλάβει.

Η γυναίκα τον κοίταξε στα μάτια. Θα το καταλάβει, με κάποιον τρόπο. Όχι όμως αν του το εξηγήσεις εσύ. «Υπάρχει ένας διάδρομος» άρχισε πάλι η Σάφαϊρ πλησιάζοντας τα δύο παιδιά, «και αυτός ο διάδρομος είναι ο Χρόνος. Περιβάλλει όλα τα πράγματα», έκανε μια κυκλική κίνηση με τα χέρια της, «και διαπερνάει όλα τα πράγματα», έκοψε με τα χέρια της τον προηγούμενο κύκλο. «Δεν μπορείς όμως να τον δεις. Παρά μόνο κάποιες φορές και είναι επικίνδυνος» είπε και γονάτισε μπροστά στην Έλεν ακουμπώντας απαλά τα χέρια της στους ώμους του κοριτσιού.

Ο Ρομπ συνοφρυώθηκε. «Κι αυτός ο διάδρομος… μπορείς να μπεις σ’ αυτόν;».

«Όχι. Τουλάχιστον, όχι με τον τρόπο που φαντάζεσαι. Δεν μπορείς να μπεις μέσα στο Χρόνο, όμως μερικές φορές ο Χρόνος προσπαθεί να μπει μέσα στο παρόν. Να εισβάλει και να πάρει πράγματα. Ακόμα και ανθρώπους». Ο Στιλ είχε σταθεί μπροστά στην πόρτα της σοφίτας και την άκουγε καθώς εξέταζε το δωμάτιο της Έλεν. «Ο διάδρομος αυτός είναι πολύ ισχυρός, έτσι πρέπει να είναι. Όμως κάποιες φορές και σε κάποια μέρη, ο διάδρομος αδυνατίζει. Σαν φθαρμένο πανί. Και όταν ασκηθεί πίεση επάνω στο πανί…».

«…ο Χρόνος εισβάλει» αποτέλειωσε τη φράση ο Ρομπ.


«Μπαίνει και παίρνει ό,τι θέλει. Και πιστεύουμε ότι ο Χρόνος έχει εισβάλει σ’ αυτό το δωμάτιο. Και έχει πάρει τους γονείς σας».

Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο του Ρομπ. «Πάμε» είπε ο Στιλ. Η παρέα προχώρησε προς τη σοφίτα, μπήκε μέσα στο τρομερό δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα, αφήνοντας πίσω της ένα σπίτι σιωπηλό.

«Θα ξαναδουλέψουν;» ρώτησε ο Ρομπ κοιτάζοντας τα ρολόγια που είχαν πάρει μαζί τους.

«Ναι» είπε ο Στιλ καθώς τα τακτοποιούσε επάνω στο τραπεζάκι και στη συρταριέρα. «Απλώς ξεκουρδίστηκαν, αυτό είν’ όλο».

«Μα ο πατέρας μου τα κουρδίζει όλα σχεδόν κάθε μέρα».

«Είμαι σίγουρος ότι το κάνει».

Το αγόρι στράφηκε στη Σάφαϊρ: «Μα δεν είναι δυνατόν, τα ρολόγια δεν κάνουν έτσι!».

«Όχι», είπε αυτή. «Να που έγινε όμως».

Ο Στιλ στράφηκε προς τον Ρομπ. «Ήσουν σ’ αυτό το δωμάτιο μαζί με τους γονείς σου και την αδερφή σου πριν κατεβείς κάτω».

«Ναι».

«Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τους είδες».

Παύση. «Ναι».

«Πού ήταν το κορίτσι;».

«Καθόταν στο κρεβάτι». Η Σάφαϊρ οδήγησε απαλά την Έλεν στο κρεβάτι και η μικρή ανακάθισε κοιτώντας τους.

«Έτσι;» ρώτησε ο Στιλ.

«Στα γόνατα».

«Κάτσε στα γόνατα» τη διέταξε ο Στιλ κι αυτή έμεινε να κοιτάει τον αδερφό της.

«Κάν’ το, Έλεν, είναι εντάξει» είπε αυτός και η μικρή κάθισε στα γόνατά της, όπως ακριβώς όταν διάβαζε με τους γονείς της.

«Πού ήταν ο πατέρας σου;».

Ο Ρομπ έδειξε μία πολυθρόνα ντυμένη με πράσινη τσόχα. «Καθόταν εκεί».

«Θα μου κάνεις τη χάρη, σε παρακαλώ, να πας να καθίσεις;».

«Τι πράγμα;» ρώτησε το αγόρι έκπληκτο.

«Πήγαινε να καθίσεις στην πολυθρόνα». Ο Ρομπ τον κοίταξε για λίγο, μετά προχώρησε διστακτικά και κάθισε. Στο τραπεζάκι δίπλα είχαν απομείνει η πίπα και η καπνοσακούλα του πατέρα του, το αγόρι άπλωσε το χέρι μηχανικά για να τα πάρει.

«Μην αγγίζεις τίποτα, σε παρακαλώ».

Ο Ρομπ μαζεύτηκε και έμεινε να κοιτάζει θυμωμένος. Ο Στιλ περπάτησε νευρικά μέσα στο δωμάτιο και συνέχισε: «Η μητέρα σου καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα;».

«Ναι». Η Σάφαϊρ πήγε αμέσως και κάθισε.

«Οπότε λοιπόν, οι τρεις τους κάθονταν κάπως έτσι».

«Ναι» επανέλαβε ο Ρομπ.

Έγινε για λίγο ησυχία. Τα δύο παιδιά παρακολουθούσαν τον άντρα που περπατούσε γύρω στο δωμάτιο και κοιτούσε σαν να έψαχνε να βρει κάτι ακόμα. Πρόσεξε ένα αντικείμενο στο πάτωμα και έσκυψε να το μαζέψει. «Υποθέτω πως η μητέρα σου διάβαζε στο κορίτσι από αυτό το βιβλίο».

«Ναι».

Ο Στιλ συνοφρυώθηκε προβληματισμένος. «Ώστε διάβαζε από αυτό το βιβλίο…».

«Κάθε βράδυ τής διαβάζει. Κι ο πατέρας μου κάθεται συχνά μαζί τους».

Η Σάφαϊρ πήρε το βιβλίο: «Παραδοσιακά παιδικά τραγουδάκια».

«Ξέρεις ποιο τραγούδι έλεγαν όταν τα ρολόγια σταμάτησαν;» ρώτησε ο Στιλ τον Ρομπ.

Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι».

«Όταν εκείνα τα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν…».

«Δεν ξέρω, ήμουν κάτω».

«Είναι σημαντικό να ξέρουμε το συγκεκριμένο τραγούδι» του είπε η Σάφαϊρ.

«Εσύ μήπως ξέρεις ποιο ήταν;» ρώτησε ο άντρας την Έλεν και έγειρε επάνω στα πόδια του κρεβατιού κοιτώντας την.

Το κορίτσι έμεινε σιωπηλό.

«Έλεν;…» τη ρώτησε απαλά η Σάφαϊρ.

«Δεν είναι πολύ ομιλητική με τους ξένους» είπε ο Ρομπ.

«Τότε, για προσπάθησε εσύ» είπε ο Στιλ, συνεχίζοντας να κοιτάζει το κορίτσι. Αμέσως μετά αποτραβήχτηκε αφήνοντας το χώρο ελεύθερο στα δύο παιδιά.

Ο Ρομπ έσκυψε προς την αδερφή του και της έπιασε το χέρι. «Έλεν, όταν η μαμά… πριν χαθεί, θυμάσαι…».

Το κορίτσι έγνεψε.

«Τι σου διάβαζε; Ποιο τραγουδάκι;».

«Δεν ξέρω…».

«Ξέρεις, Έλεν. Πες μας. Σε παρακαλώ».

Το κορίτσι ψιθύρισε απρόθυμα: «Το καλύτερο».

«Το αγαπημένο σου; Τα Χαρωπά Τραγούδια;». Η Έλεν έγνεψε καταφατικά.

«Ωραία!» έκανε ο Στιλ.

«Τα Χαρωπά Τραγούδια είναι πολύ παλιά, από τα χρόνια του Μαύρου Θανάτου!» του είπε η Σάφαϊρ.

«Ακόμα μία αντήχηση, ακόμα ένα συστατικό».

Η γυναίκα ξεφύλλισε το βιβλίο. «Νάτο, το βρήκα».

«Περίμενε!». Ο Στιλ πήγε στη συρταριέρα του δωματίου και πήρε το ρολόι που είχε αφήσει επάνω της. «Διάβασε προσεκτικά τους στίχους» είπε καθώς κούρδιζε το ρολόι. «Άμα σηκώσω το χέρι μου, σταμάτα αμέσως. Άμα το χαμηλώσω, συνέχισε». Άφησε το ρολόι επάνω στη συρταριέρα και τα παιδιά άκουσαν πάλι τον γνώριμο ήχο του τικ-τακ.

«Εντάξει» είπε η Σάφαϊρ.

«Άμα πω ανάποδα», ο Στιλ πήρε ένα ακόμα ρολόι και άρχισε να το κουρδίζει, «τότε ανάποδα, άλλαξε αμέσως τη σειρά των λέξεων».

«Ξέρω».

«Όμως, προσοχή». Άφησε το ρολόι στο τραπεζάκι, ήρθε δίπλα της και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. Αμέσως αυτή το σκέπασε με το δικό της. «Μην κάνεις ούτε ένα γράμμα λάθος».

«Μην ανησυχείς».

«Εντάξει, λοιπόν». Ο Στιλ πήγε από την άλλη μεριά του κρεβατιού και όλοι τον κοίταξαν. «Ξεκίνα τώρα».

«Χαρωπά τραγούδια, ανθίσαν τα λουλούδια, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω».

Η Έλεν ανακάθισε αναπαυτικά στο κρεβάτι για να απολαύσει το αγαπημένο της τραγουδάκι. «Του βασιλιά η κόρη…». Ο Στιλ σήκωσε το χέρι του και η αφήγηση σταμάτησε. Κοίταξε καχύποπτα ένα ρολόι, όμως αυτό συνέχιζε να χτυπάει κανονικά. Κάθισε στα πόδια του κρεβατιού και κατέβασε το χέρι του.

«Του βασιλιά η κόρη, ντύνεται σαν αγόρι…». Ξαφνικά το ρολόι στη συρταριέρα σταμάτησε. Τινάχτηκαν όλοι και το κοίταξαν, ενώ η Σάφαϊρ βουβάθηκε. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε και το άλλο ρολόι.

«Συνέχισε…» είπε ψιθυριστά ο Στιλ.

«...αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω». Ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Στράφηκαν όλοι και την κοίταξαν.

«Σπουργίτι σε κλαδάκι, κοιτάει για ψιχουλάκι, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω».

Ο Ρομπ γούρλωσε τα μάτια του καθώς είδε την πόρτα ν’ ανοίγει τρίζοντας ανατριχιαστικά. Δύο αχνές φιγούρες εμφανίστηκαν από το πουθενά. Μία ηλικιωμένη γυναίκα μ’ ένα κερί και βικτοριανό ντύσιμο μπήκε από την ανοιχτή πόρτα, ενώ ένας άντρας την υποδέχτηκε από μέσα γνέφοντάς της χαρούμενα. Η Έλεν είχε καταγοητευτεί και παρακολουθούσε χαμογελώντας.

«Γελάδια στο λιβάδι, κοιμούνται για το βράδυ, αψιού, αψιού, όλοι στα πόδια ορθοί».

Χωρίς να δείχνει ότι αντιλαμβάνεται την παρουσία τους, η γριά προχώρησε ως το νότιο τοίχο και πήγε ν’ ακουμπήσει το κερί της κάπου. Ξαφνικά ένας άνεμος φύσηξε μέσα στο δωμάτιο και το κερί έσβησε. Η γριά γύρισε, είδε κάτι και ούρλιαξε με τρόμο σηκώνοντας τα χέρια της στο πρόσωπο. Ακούστηκε ο θόρυβος από κάτι γυάλινο που σπάει και οι δύο φιγούρες εξαφανίστηκαν όπως ακριβώς είχαν εμφανιστεί.

«Γελάδια στο λιβάδι, κοιμούνται για το βράδυ…» επανέλαβε η Σάφαϊρ καθώς όλοι κοιτούσαν μία περίεργη θολούρα στο νότιο τοίχο της σοφίτας, σαν ομίχλη που έβραζε και στριφογυρνούσε και απλωνόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που κάλυψε τον τοίχο εντελώς, «… αψιού, αψιού, όλοι στα πόδια ορθοί».

Και τότε ξαφνικά πίσω από το φύσημα του ανέμου ακούστηκε μία τραχιά, αρχαία φωνή: «Γελάδια στο λιβάδι, κοιμούνται για το βράδυ, σουτ, σουτ, όλοι στα πόδια ορθοί».

Η Σάφαϊρ συνέχισε να διαβάζει. «Καμπάνες που χτυπούνε, παιδιά που τραγουδούνε, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω».

Ένα βουητό σαν από ηλεκτρικά παράσιτα γέμισε το δωμάτιο, η Έλεν αναγκάστηκε να σκεπάσει τα αυτιά της με τα χέρια της. «Γελάδια στο λιβάδι, κοιμούνται για το βράδυ» επανέλαβε ρυθμικά η ξύλινη φωνή καλύπτοντας όλους τους άλλους ήχους, «σουτ, σουτ, όλοι στα πόδια ορθοί». Ξαφνικά ο νότιος τοίχος τραβήχτηκε πέρα, τόσο μακριά που το μάτι δεν τον έβλεπε πια και όλοι βρέθηκαν να κοιτάζουν ένα μακρύ τούνελ. Μία σκιά εμφανίστηκε μέσα σ’ αυτό που μεγάλωνε όλο και περισσότερο καθώς ερχόταν κοντά τους, μία σκυφτή αντρική μορφή ντυμένη με βρώμικη λινάτσα. Το γέρικο πρόσωπό της φάνηκε παραμορφωμένο και σημαδεμένο καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά τα λόγια του παλιού παιδικού τραγουδιού, μέχρι που ο ίσκιος της έπεσε επάνω στον Ρομπ μέσα στο δωμάτιο.

«ΟΧΙ!» ούρλιαξε αυτός και πετάχτηκε μακριά.

«Ανάποδα! ΑΝΑΠΟΔΑ!» φώναξε ο Στιλ.

Η Σάφαϊρ σηκώθηκε όρθια και τα μάτια της άστραψαν γαλάζια: «Χτυπούνε που καμπάνες, τραγουδούνε που παιδιά, αψιού, αψιού, χάμω όλοι πέφτουμε και». Ο τοίχος ξαναγύρισε πίσω σαν αστραπή, η τρομακτική φιγούρα και το ηλεκτρικό βουητό χάθηκαν, το δωμάτιο ξανάγινε όπως το ήξεραν. Όλα είχαν τελειώσει.

(συνεχίζεται εδώ)

1 σχόλιο:

Alexandra είπε...

Λοιπόν το διάβασα! και μου άρεσε. Μου δημιούργησε αγωνία κτλ και μου άρεσαν και διάφορα που έγραψες. Θα σου πω πρώτα 1 πραγματάκι που πρόσεξα και μετά θα σου πω και τι μου άρεσε
1) [«Περίμενε!». Ο Στιλ πήγε στη συρταριέρα του δωματίου και πήρε το ρολόι που είχε αφήσει επάνω της. «Διάβασε προσεκτικά τους στίχους» είπε καθώς κούρδιζε το ρολόι. «Άμα σηκώσω το χέρι μου, σταμάτα αμέσως. Άμα το χαμηλώσω, συνέχισε». Άφησε το ρολόι επάνω στη συρταριέρα. Ακούστηκε ο γνώριμος ήχος του τικ-τακ μετά από πολλές ώρες απόλυτης σιωπής.]
Η τελευταία φράση με προβληματίζει λιγάκι. Δεν φαίνεται απο το προηγούμενο κείμενο ότι ήταν και τόσο πολλές οι ώρες και όταν λες "απόλυτης σιωπής" σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται λες και δεν ακουγόταν τίποτα σε ολόκληρο το σπίτι όχι ότι είχε μείνει σιωπηλό το ρολόι. Δεν είναι κάτι σημαντικό αλλα μου χτύπησε με τη μία που το διάβασα και ενώ το προηγούμενο και το επόμενο κείμενο κύλησε γρήγορα εκεί στάθηκα και σκέφτηκα τι εννοείς κτλ. Απλά νομίζω ότι είναι κρίμα να στέκεται κανείς σε μία τόσο ανούσια για την υπόθεση φράση. Άσχετο αλλά το πρόσεξα και είπα να στο πω.

2)Γενικά μου άρεσε πολύ. Είναι καλογραμμένο, ρέει γρήγορα και θέλω να μάθω τι γίνεται στην συνέχεια. Μου αρέσει η περιγραφή του Ρομπ. Ίσως θα μπορούσες να έχεις περιγράψει λίγο παραπάνω το σπίτι στην αρχή, αφού παίζει τόσο σημαντικό ρόλο αλλά δεν έχω δει τη σειρά και δεν ξέρω πως το χειρίζεται ο σκηνοθέτης. Μπορεί και αυτός να το δίνει σιγα-σιγά.

Αυτά είναι απο την πρώτη ανάγνωση που έκανα η οποία ήταν μεν προσεκτική αλλά όπως ξέρεις εγώ διαβάσω 2 και 3 φορές κάτι μέχρι να βγάλω συμπέρασμα.

Θα σου γράψω και άλλα. Μέχρι τότε πολλά φιλιά