Αποστολή Α - 3ο Μέρος

«Χάμω… όλοι… πέφτουμε… και…» μουρμούρισε ο Στιλ και κάθισε βαριά στο κρεβάτι.

«Εικόνες!» φώναξε ενθουσιασμένη η Έλεν. «Είδα εικόνες!».

«Ναι, Έλεν». Ο Στιλ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το νότιο τοίχο που τώρα έδειχνε εντελώς κανονικός. Και ακίνδυνος.

«Οπότε, είναι εκεί λοιπόν…» μουρμούρισε η Σάφαϊρ.

«Ναι».

«Δεν μπορούσε να το σφραγίσουμε;».

Ο Στιλ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Όχι μέχρι να ξαναφέρουμε πίσω αυτούς τους ανθρώπους. Όμως σκίσε τη σελίδα με το τραγούδι από το βιβλίο» είπε και η Σάφαϊρ έσπευσε να το κάνει. «Κάψ’ την!». Ένας ήχος τούς έκανε να γυρίσουν. Ο Ρομπ είχε κουλουριαστεί όσο πιο μακριά γινόταν από το νότιο τοίχο και τώρα προσπαθούσε να σηκωθεί στα πόδια του τρέμοντας. Ο Στιλ πήγε να τον βοηθήσει, όμως το αγόρι τινάχτηκε επάνω αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. Πήγε και κάθισε δίπλα στην αδερφή του αγκαλιάζοντάς την προστατευτικά. «Το κορίτσι έχει κάποιο άλλο μέρος να κοιμηθεί;» ρώτησε ο Στιλ ανέκφραστα.

«Στο δωμάτιό μου».

«Θα την πας λοιπόν εκεί;».

Ο Ρομπ έπιασε την αδερφή του από το χέρι. «Έλα» της είπε μαλακά.

Τα παιδιά σηκώθηκαν από το κρεβάτι. Στην πόρτα η Έλεν θυμήθηκε κάτι και έτρεξε πίσω: «Μπέκα!». Πήρε το αρκουδάκι της και ξαναγύρισε στον αδερφό της.

«Έχει κλειδί αυτή η πόρτα;» ρώτησε ο Στιλ.

«Όχι» είπε απρόθυμα ο Ρομπ. «Το χάσαμε εδώ και πολλά χρόνια».

«Κανείς σας δεν πρέπει να ξανάρθει εδώ, καταλαβαίνεις;». Ο Ρομπ δεν απάντησε και βγήκε από τη σοφίτα μαζί με την αδερφή του. Ο άντρας προχώρησε στο δωμάτιο και άρχισε να σβήνει τις λάμπες. «Μέχρι να τελειώσουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε». Στάθηκε μπροστά στη Σάφαϊρ και την κοίταξε στα μάτια: «Πάρ’ την κάτω και κάψ’ την».

* * * * * * *

Ο Ρομπ μπήκε στην κουζίνα αναστενάζοντας και έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Η Έλεν κοιμάται για τα καλά» είπε στη Σάφαϊρ και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν σίγουρα η γυναίκα που μπήκε πριν λίγη ώρα στο σπίτι και στη ζωή του, πράγματι• τώρα όμως φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα με χρυσά κέρματα που άφηνε γυμνούς τους ώμους της, ενώ τα χυτά ξανθά μαλλιά της είχαν γίνει κόκκινα και σγουρά, δεμένα ψηλά σαν αρχαίο Ελληνικό άγαλμα. Το μόνο που δεν ταίριαζε με τίποτα στην πριγκηπική εικόνα της ήταν η ασχολία της εκείνη τη στιγμή: σκούπιζε ένα ποτήρι.

«Φαντάζομαι ότι σε ξάφνιασα!» είπε αυτή χαμογελώντας πονηρά, «είπα όμως ν’ αλλάξω. Ο Στιλ λέει πως δεν πρέπει να χρησιμοποιώ τον Χρόνο σαν να ‘ναι κάποιο είδος γκαρνταρόμπας αλλά – είναι τόσο σοβαρός! Βαριέμαι να φοράω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια». Άφησε κάτω το ποτήρι και σοβάρεψε: «Λοιπόν, αλάτι και πιπέρι;».


Το αγόρι έδειξε ένα ράφι στον τοίχο. «Εκεί πάνω. Όμως… που τα βρήκες αυτά;»

«Ποια;» ρώτησε αυτή όλο αθωότητα.

«Μα, τα ρούχα!».

«Α! Ξέρεις, αυτά δεν είναι αληθινά».

«Δεν είναι αληθινά;»

«Όχι». Στράφηκε προς το ράφι μισοχαμογελώντας. «Αλάτι και πιπέρι, λοιπόν!» ανήγγειλε καθώς τα έπαιρνε και γυρνούσε πάλι προς το αγόρι – αλλαγμένη. Ο Ρομπ αντίκρισε μπροστά του μία καστανομάλλα με μακριά, χτενισμένα μαλλιά που φορούσε ένα κατακόκκινο βραδινό φόρεμα. Χωρίς ούτε έναν ήχο, χωρίς καμία προειδοποίηση, απλώς τη μια στιγμή ήταν έτσι και την άλλη αλλιώς. «Να, δες, αυτό ήταν το αγαπημένο μου την περασμένη βδομάδα, πώς σου φαίνεται;».

«Λοιπόν, μου φαίνεται ότι…» άρχισε να λέει το αγόρι μη μπορώντας ακόμα να πιστέψει στα μάτια του.

«Ναι;».

«…μου φαίνεται ότι είσαι όμορφη».

«Ευχαριστώ».


Σίγουρα ήταν όμορφη. Είχε αψεγάδιαστο δέρμα, βελούδινα χείλη, ψηλά ζυγωματικά και ένα καλογραμμένο πρόσωπο επάνω στο οποίο κυριαρχούσαν τα αστραφτερά της μάτια. Ο Ρομπ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει εύκολα το βλέμμα του από αυτό το πρόσωπο, αποφάσισε όμως ότι θα προτιμούσε τα μαλλιά της ξανθά και πάλι. «Κι αυτό το όνομα, ‘Σάφαϊρ’… σαν το γαλάζιο χρώμα, σαν να είσαι γαλάζια».

«Κι ο Στιλ;» τον ρώτησε η γυναίκα διασκεδάζοντας.

«Να, υποθέτω ότι είναι… σαν το ατσάλι, γκρίζος». Την άκουσε να γελάει και συνέχισε: «Ο διάδρομος, τον έχεις δει ποτέ σου; Έχεις δει μέσα του;».

Η Σάφαϊρ κάθισε σε μία καρέκλα και σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Δεν τον έχω δει καλά. Τον πήρε το μάτι μου για λίγο κάποτε, επάνω σ’ ένα πλοίο».

«Σ’ ένα πλοίο;».

«Μμμ, ναι, στη μέση του ωκεανού». Τα ρολόγια της κουζίνας είχαν ξανακουρδιστεί και το τικ τακ υπογράμμιζε τα λόγια της. Ήταν φανερό ότι αναρωτιόταν τι έπρεπε να πει και τι να κρατήσει κρυφό. Τελικά κούνησε αδιάφορα τους ώμους της και απάντησε: «Εν πάση περιπτώσει, ήταν μια απλή επιχείρηση, τα κανονίσαμε όλα».

«Και λες ότι είδες…;».

«Να, ήταν απλώς μία ματιά. Ήταν σαν…», σκέφτηκε για λίγο, «…σαν να κοιτάς μέσα από ένα παγωμένο τζάμι, όλες οι εικόνες ήταν θολές και σπασμένες». Κανείς τους δεν πρόσεξε τον Στιλ που μπήκε εκείνη τη στιγμή στην κουζίνα.

«Σαν τις εικόνες στη σοφίτα;».

«Κάτι σαν κι αυτό, ναι». Ο Στιλ κάθισε στο τραπέζι και αγριοκοίταξε τη Σάφαϊρ – που ξαφνικά βρέθηκε με να φοράει το γαλάζιο της φόρεμα και να έχει τα μαλλιά της ξανθά. «Συγνώμη» έκανε αυτή, χαμογελώντας ένοχα.

«Ίσως όταν τελειώσεις να μιλάς στον νεαρό για τις ωραιότερες πλευρές της δουλειάς μας, να του πεις και κάτι για τους κινδύνους της».

«Τους ξέρει».

«Ώστε τους ξέρει;». Ο Στιλ στράφηκε στον Ρομπ: «Ξέρεις για τους κινδύνους μέσα σ’ αυτό το σπίτι;».

Το αγόρι, ζαλισμένο ακόμα από την καινούργια αλλαγή της Σάφαϊρ, έγειρε επάνω στο τραπέζι. «Ο διάδρομος–».

«Μην προσπαθείς να τον φανταστείς. Είναι απέραντος. Ο Χρόνος είναι απέραντος». Ο Στιλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αντί γι’ αυτόν, προσπάθησε να φανταστείς τον εαυτό σου, τη ζωή σου, σαν να ‘ναι μόνο μία ίντσα». Έδειξε με τα δάχτυλά του το μήκος. «Και μετά σύγκρινέ τα με το διάδρομο του Χρόνου που είναι…», σκέφτηκε για μια στιγμή, «…ένα δισεκατομμύριο μίλια μακρύς. Εσύ, μόνο μια ίντσα. Ο Χρόνος και το άγνωστο, ένα δισεκατομμύριο μίλια. Κάνε τη σύγκριση. Είναι πάρα πολύ μεγάλος. Και πάρα πολύ επικίνδυνος».

Ο Ρομπ είχε απορροφηθεί από τα λόγια του, όμως τινάχτηκε μόλις άκουσε την τελευταία λέξη. «Επικίνδυνος;»

* * * * * * *
Τους είχε ξεγελάσει όλους. Όμως είχε ανακαλύψει από παλιά το κόλπο –χασμουριέσαι δυο φορές, ξαπλώνεις, σταματάς να μιλάς, σιγοκλείνεις τα μάτια, μένεις ακίνητη και όλοι νομίζουν ότι σε πήρε ο ύπνος. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει ότι είσαι ξύπνια και απλώς περιμένεις να φύγουν όλοι για να σηκωθείς και να παίξεις όσο θέλεις. Η Έλεν βγήκε ήσυχα από το δωμάτιο του Ρομπ κρατώντας το αρκουδάκι της, έριξε μια ματιά προς την κουζίνα, είδε ότι όλα ήταν εντάξει και κατόπιν άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Τώρα είχε βρει ένα καινούργιο παιχνίδι, λεγόταν: ‘Φέρνω Τους Γονείς Μου Πίσω’.

«Υπάρχουν πράγματα –πλάσματα, αν προτιμάς αυτή τη λέξη– από τις απαρχές του Χρόνου και από το τέλος του Χρόνου. Και αυτά τα πλάσματα έχουν πρόσβαση στο διάδρομο. Κινούνται μέσα του αιώνια. Ψάχνουν… ερευνούν…. προσπαθούν να βρούνε μία είσοδο. Συνέχεια ψάχνουν, συνέχεια ερευνούν».

«Για κάποια τρύπα στο πανί;».

«Ναι. Όμως ποτέ δεν πρέπει να μπούνε, ποτέ!» τόνισε ο Στιλ. «Σήμερα είδες τι μπορεί να συμβεί. Τα σταματήσαμε όμως, τα συγκρατήσαμε. Πήραμε τη σκανδάλη απ’ το όπλο τους».

«Τη σκανδάλη;».

«Το τελικό συστατικό. Ένα συγκεκριμένο παραδοσιακό παιδικό τραγουδάκι, που λέγεται σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο».

Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στη σκοτεινή σοφίτα σφίγγοντας πάντα το αρκουδάκι της. Περπάτησε στα τυφλά με σιγουριά• ήξερε να βρίσκει το δρόμο της στο σκοτάδι και σύντομα τα χέρια της άγγιξαν το γνωστό πορτατίφ δίπλα στο προσκέφαλο. Το άναψε και σκαρφάλωσε στο κρεβάτι κοιτώντας το νότιο τοίχο. Είχε καταλάβει πώς παίζεται αυτό το καινούργιο παιχνίδι: κάθεσαι στα γόνατα, λες τα Χαρωπά Τραγούδια και αρχίζουν να συμβαίνουν πράγματα. «Μαμά, μπαμπά» είπε στον τοίχο, χωρίς να πάρει καμία απάντηση. «Οι εικόνες!» θυμήθηκε ξαφνικά. Σωστά, ο τοίχος είχε ζωντανέψει με έναν δυνατό θόρυβο λίγο πριν χαθούν οι γονείς της, είχε γεμίσει εικόνες. «Οι εικόνες, Ρεμπέκα!» εξήγησε στο αρκουδάκι της. Κάτι είχαν να κάνουν αυτές οι εικόνες με την εξαφάνιση των γονιών της… λογικά, οι ίδιες αυτές εικόνες θα μπορούσαν και να τους ξαναφέρουν πίσω. Ανακάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να τραγουδάει. «Χαρωπά τραγούδια, ανθίσαν τα λουλούδια…».

Στην κουζίνα, ο Στιλ συνέχιζε να μιλάει στον Ρομπ. «Γι’ αυτό και τη σκίσαμε από το βιβλίο, γι’ αυτό και την κάψαμε». Πήρε μια βαθιά αναπνοή και συνέχισε: «Γι’ αυτό και μαζί με τη Σάφαϊρ θα –».

Η ‘ατμομηχανή’, το βαρύ σιδερένιο ρολόι, σταμάτησε ξαφνικά. Ο Στιλ τινάχτηκε και κοίταξε αμέσως το άλλο ρολόι του τοίχου που σταματούσε κι αυτό. Αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα με τη Σάφαϊρ και την επόμενη στιγμή είχαν σηκωθεί όλοι τους και έτρεχαν προς τις σκάλες.

«Αψιού! Αψιού! Και πέφτουμε όλοι χάμω! Καμπάνες που χτυπούνε, παιδιά που τραγουδούνε, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω! Του βασιλιά η κόρη, ντύνεται σαν αγόρι, αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω!». Χαμογελούσε χαρούμενη, ήταν αδύνατο να πει το αγαπημένο της τραγούδι χωρίς να την πιάσει το κέφι. Χαιρόταν όμως και γιατί έβλεπε ότι το παιχνίδι πήγαινε καλά –να, ήδη στον τοίχο είχε εμφανιστεί η ασπριδερή θολούρα που στριφογύριζε και έλαμπε περίεργα και ολοένα μεγάλωνε. Σύντομα θα έρχονταν και οι εικόνες.


Ο Στιλ, η Σάφαϊρ και ο Ρομπ είχαν φτάσει στον πρώτο όροφο όταν ξέσπασε ο θόρυβος σαν από ηλεκτρικά παράσιτα. Υπήρχαν ακόμα πέντε σκαλοπάτια για το ψηλότερο δωμάτιο του σπιτιού, τα ανέβηκαν δυο δυο και είδαν μπροστά τους τη σοφίτα. Από τη μισάνοιχτη πόρτα της άκουγαν την Έλεν να τραγουδάει. Ο Στιλ όρμησε μπροστά…

…και η πόρτα έκλεισε μόνη της. Δοκίμασε το χερούλι αλλά η πόρτα δεν άνοιγε.

«Έλεν!» φώναξε ο Ρομπ.

«Αψιού, αψιού, και πέφτουμε όλοι χάμω! Γελάδια στο λιβάδι, κοιμούνται για το βράδυ…» του απάντησε από μέσα η χαρούμενη φωνή της Έλεν.

(συνεχίζεται εδώ)

2 σχόλια:

Yannis Petsas είπε...

Φίλε Ηλία, εξαιρετική δουλειά., χαίρομαι απίστευτα που σ’ ανακάλυψα
Έβαλα στην άκρη και τα «σημαδεμένα σου χαρτιά», θα το διαβάσω πολύ σύντομα.
Ήρθα εδώ από το αφιέρωμά σου στον Dick, που είναι επίσης εξαίρετο, δεν έγραψα όμως ακόμα εκεί, θέλω να το μελετήσω με την ησυχία μου.
Τη σειρά δεν την είχα δει, η γραφή σου ωστόσο με κάλυψε.
Περιμένω τη συνέχεια, ελπίζω να την ανεβάσεις, λείπουν τέτοια πράγματα απ’ τα blogs.
Καλό σου απόγευμα.

Elias είπε...

Ευχαριστώ, Γιάννη.
Έβλεπα το "Ζαφείρι & Ατσάλι" από την ΥΕΝΕΔ όταν ήμουν στην ηλικία της Έλεν. Δεν καταλάβαινα τίποτα, όμως το δέος και η αίσθηση μυστηρίου που μου προκαλούσε ήταν ανεπανάληπτα. Θυμάμαι ακόμα να λιώνω από τον τρόμο με τη 2η Αποστολή, που ήταν ό,τι εκπληκτικότερο έχει προβληθεί ποτέ από την τηλεόραση.

Τα "Σημαδεμένα Χαρτιά" ήταν μία άσκηση που είχα κάνει πριν 10 χρόνια, να στρωθεί το χέρι μου στο γράψιμο. Δεν αισθάνομαι πολύ περήφανος σήμερα γι' αυτήν.

Κατά τ' άλλα, και το άλλο μου blog δημιουργήθηκε από αγάπη. Έρωτας είναι η αιτία. Δεν είναι ακριβώς "αφιέρωμα" στον Dick, ούτε κριτικός ούτε πραγματικός συγγραφέας είμαι, απλώς καταγράφω σχετικές σκέψεις και πληροφορίες. Θα χαρώ να συνεισφέρεις τις δικές σου. Ειδικά για την περίοδο των εορτών, προσφέρουμε και Χριστουγεννιάτικο Ubik - οικονομικό, πρακτικό, οι φίλοι σας θα το λατρέψουν, τα παιδιά σας θα γοητευτούν, οι γείτονες θα ζηλέψουν, κανένας κίνδυνος εάν ακολουθήσετε τις οδηγίες χρήσης.

Να 'σαι καλά.